όνειδος

όνειδος
τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό)
1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση
2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία
3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.)
3. παροιμ. φρ. «ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δὲ τ' ὄνειδος» — η εργασία δεν είναι ντροπή, το να μη δουλεύεις είναι ντροπή (Ησίοδ.)
αρχ.
φρ. α) «ἔχω ὄνειδος» — είμαι περιφρονημένος
β) «ὄνειδος περιάπτω» και «ὄνειδος περιτίθημί τινι» — προσάπτω ψόγο ή μομφή σε κάποιον
γ) «ὄνειδος φέρω» — επιφέρω ψόγο, μομφή
δ) «ὀνείδει ἐνέχομαι» — είμαι ένοχος επονείδιστης πράξης
ε) «ὀνείδει συνέχομαι» — βαρύνομαι με αισχρές πράξεις
στ) «κολάζω ὀνείδεσι» — τιμωρώ κάποιον διατυπώνοντας μομφές και επιπλήξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄνειδος ως σιγμόληκτο ουδέτερο με τη σημ. τών «ψέγω, μέμφομαι, κατηγορώ» δεν απαντά σε καμία άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα εκτός τής Ελληνικής. Στις άλλες γλώσσες μαρτυρούνται από την ίδια ΙΕ ρίζα *(ә3)n-ei-d- «επιπλήττω, υβρίζω» ρηματ. τ.: αρχ. ινδ. nindati «κατηγορώ, γρονθοκοπώ», αβεστ. nāismi «κατηγορώ», λιθουαν. niedeti «μισώ», γερμ. ganaitjan «υβρίζω». Στην Αρμενική, εξάλλου, απαντά ρηματ. τ. με προθεματικό φωνήεν, όπως και στην Ελληνική: αρμ. anicanem «υβρίζω, προσβάλλω». Η παρουσία προθεματικού φωνήεντος (ο-) οφείλεται πιθ. στην ύπαρξη λαρυγγικού φθόγγου στη ρίζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὄνειδος — reproach neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνειδος — το ους, ατιμία, βρισιά, μομφή, ψόγος, προσβολή ηθική: Γίναμε όνειδος τουκόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνείδει — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀνείδεϊ , ὄνειδος reproach neut dat sg (epic ionic) ὄνειδος reproach neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὔνειδος — ὄνειδος , ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνείδη — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνειδῶν — ὄνειδος reproach neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνείδεα — ὄνειδος reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνείδεος — ὄνειδος reproach neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνείδεσι — ὄνειδος reproach neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνείδεσιν — ὄνειδος reproach neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”